- ῥάψε
- ῥάπτωsew togetheraor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥάψεν — ῥάψε̄ν , ῥάπτω sew together fut inf act (epic doric) ῥάπτω sew together aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλυμα — το Μ [παραλύω] πράγμα διαλυμένο εξαιτίας φθοράς, φθαρμένο αντικείμενο («ράψε τὸ παράλυμα, ἔπαρ τὸ ράψιμόν σου», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
χαλάλι — (λ. τουρκ.), άκλ. 1. ό,τι αναγνωρίζεται ότι κατέχεται ή παίρνεται από κάποιον επάξια: Μου ραψε ένα ωραίο παντελόνι, χαλάλι του τα λεφτά. 2. φρ., «Χαλάλι να σου γίνει», δε σου κρατώ κακία. 3. φρ., «Οι κόποι μου πήγαν χαλάλι», οι κόποι μου δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)